Plato's abstract in English follows,in Greek is just a short introduction and the abstract in modern Greek.Plato in Symposium deals with Love,Beauty and creation combining them all together with mythology and some of his comic stories.
Πριν από λίγο καιρό είδαμε στην Επίδαυρο την "Λυσιστράτη" του Εθνικού με τη φίλη μου την Μ. και μου γέννησε διάφορα ζητήματα. Ένα από αυτά ήταν η μη πιστή τήρηση του κειμένου του Αριστοφάνη. Ένα τέτοιο κομμάτι ήταν στην εισαγωγή όταν ακουγόταν από τα μεγάφωνα, άλλο που δεν μου άρεσε, μία περιγραφή της φύσης του ανδρόγυνου και μία ιστορία περί της δημιουργίας του και λοιπά παρεμφερή.
Ψάχνοντας λίγο βρήκα ότι προέρχεται από του Πλάτωνα το "Συμπόσιο" ή αλλιώς "Περί Έρωτος". Με το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, ο αναγνώστης έρχεται σ' επαφή με ένα κορυφαίο έργο, διαμέσου του οποίου κληροδοτήθηκε στον σύγχρονο κόσμο η αξεπέραστη ιδέα του κάλλους. "Έρωτας είναι η αγάπη για το ωραίο" λέει ο Σωκράτης, όταν έρχεται η σειρά του να εγκωμιάσει τον Έρωτα. Στο παρακάτω κομμάτι ο Πλάτων μέσω μίας ιστορίας όπου εμπλέκεται ο Αριστοφάνης μιλάει περί του ανδρόγυνου. Όπερ και παραθέτω ...
14. "Λοιπόν, Ερυξίμαχε" είπε ο Αριστοφάνης "πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ' ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις. Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ' ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ' άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.
15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
"Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν" είπε "θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά", είπε, "θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό".
Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει. Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ' όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ' ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε
Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν' αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός - αυτό που εύρισκε εμπρός του. Και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν' αναπαράγεται το είδος. Και αν πάλι αρσενικό μ' αρσενικό, να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση, και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν' απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ' αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ' αρσενικά. Εφ' όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν' αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν' αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ' από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ' αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν' αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον. Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον - το βλέπει κανείς - αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε:
"Τι είν' αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;"
Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν, και τους ρωτούσε και πάλι:
"Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε".
Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας - είμαστε βέβαιοι - δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως. Πρωτύτερα - το επαναλαμβάνω - ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους θεούς, ώστε ν' αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσουμε μαζί του, θ' ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.
Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν' ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ' εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ' ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητή θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ' όσον εμείς αποδίδουμε προς τους θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ' αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.
Αυτός, Ερυξίμαχε", είπε "είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ - σου υπέβαλα ήδη την παράκληση - μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν' ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν".
Aristophanes professed to open another vein of discourse; he had a mind to praise Love in another way, unlike that either of Pausanias or Eryximachus. Mankind; he said, judging by their neglect of him, have never, as I think, at all understood the power of Love. For if they had understood him they would surely have built noble temples and altars, and offered solemn sacrifices in his honour; but this is not done, and most certainly ought to be done: since of all the gods he is the best friend of men, the helper and the healer of the ills which are the great impediment to thehappiness of the race. I will try to describe his power to you, and you shall teach the rest of the world what I am teaching you. In the first place, let me treat of the nature of man and what has happened to it; for the original human nature was not like the present, but different. The sexes were not two as they are now, but originally three in number; there was man, woman, and the union of the two, having a name corresponding to this double nature, which had once a real existence, but is now lost, and the word "Androgynous" is only preserved as a term of reproach. In thesecond place, the primeval man was round, his back and sides forming a circle; and he had four hands and four feet, one head with two faces, looking opposite ways, set on a round neck and precisely alike; also four ears, two privy members, and the remainder to correspond. He could walk upright as men now do, backwards or forwards as he pleased, and he could also roll over and over at a great pace, turning on his four hands and four feet, eight in all, like tumblers going over and over with their legs in the air; this was when he wanted to run fast. Now the sexes were three, and such as I have described them; because the sun, moon, and earth are three;-and the man was originally the child of the sun, the woman of the earth, and the man-woman of the moon, which is made up of sun and earth, and they were all round and moved round and round: like their parents. Terrible was their might and strength, and the thoughts of their hearts were great, and they made an attack upon the gods; of them is told the tale of Otys and Ephialtes who, as Homer says, dared to scale heaven, and would have laid hands upon the gods. Doubt reigned in the celestial councils. Should they kill them and annihilate the race with thunderbolts, as they had done the giants, then there would be an end of the sacrifices and worship which men offered to them; but, on the other hand, the gods could not suffer their insolence to be unrestrained.
At last, after a good deal of reflection, Zeus discovered a way. He said: "Methinks I have a plan which will humble their pride and improve their manners; men shall continue to exist, but I will cut them in two and then they will be diminished in strength and increased in numbers; this will have the advantage of making them more profitable to us. They shall walk upright on two legs, and if they continue insolent and will not be quiet, I will split them again and they shall hop about on a single leg." He spoke and cut men in two, like a sorb-apple which is halved for pickling, or as you might divide an egg with a hair; and as he cut them one after another, he bade Apollo give the face and the half of the neck a turn in order that the man might contemplate the section of himself: he would thus learn a lesson of humility. Apollo was also bidden to heal their wounds and compose their forms. So he gave a turn to the face and pulled the skin from the sides all over that which in our language is called the belly, like the purses which draw in, and he made one mouth at the centre, which he fastened in a knot (the same which is called the navel); he also moulded the breast and took out most of the wrinkles, much as a shoemaker might smooth leather upon a last; he left a few, however, in the region of the belly and navel, as a memorial of the primeval state. After the division the two parts of man, each desiring his other half, came together, and throwing their arms about one another, entwined in mutual embraces, longing to grow into one, they were on the point of dying from hunger and self-neglect, because they did not like to do anything apart; and when one of the halves died and the other survived, the survivor sought another mate, man or woman as we call them, being the sections of entire men or women, and clung to that. They were being destroyed, when Zeus in pity of them invented a new plan: he turned the parts of generation round to the front, for this had not been always their position and they sowed the seed no longer as hitherto like grasshoppers in the ground, but in one another; and after the transposition the male generated in the female in order that by the mutual embraces of man and woman they might breed, and the race might continue; or if man came to man they might be satisfied, and rest, and go their ways to the business of life: so ancient is the desire of one another which is implanted in us, reuniting our original nature, making one of two, and healing the state of man.
Each of us when separated, having one side only, like a flat fish, is but the indenture of a man, and he is always looking for his other half. Men who are a section of that double nature which was once called Androgynous are lovers of women; adulterers are generally of this breed, and also adulterous women who lust after men: the women who are a section of the woman do not care for men, but have female attachments; the female companions are of this sort. But they who are a section of the male follow the male, and while they are young, being slices of the original man, they hang about men and embrace them, and they are themselves the best of boys and youths, because they have the most manly nature. Some indeed assert that they are shameless, but this is not true; for they do not act thus from any want of shame, but because they are valiant and manly, and have a manly countenance, and they embrace that which is like them. And these when they grow up become our statesmen, and these only, which is a great proof of the truth of what I am saving. When they reach manhood they are loves of youth, and are not naturally inclined to marry or beget children,-if at all, they do so only in obedience to the law; but they are satisfied if they may be allowed to live with one another unwedded; and such a nature is prone to love and ready to return love, always embracing that which is akin to him. And when one of them meets with his other half, the actual half of himself, whether he be a lover of youth or a lover of another sort, the pair are lost in an amazement of love and friendship and intimacy, and would not be out of the other's sight, as I may say, even for a moment: these are the people who pass their whole lives together; yet they could not explain what they desire of one another. For the intense yearning which each of them has towards the other does not appear to be the desire of lover's intercourse, but of something else which the soul of either evidently desires and cannot tell, and of which she has only a dark and doubtful presentiment. Suppose Hephaestus, with his instruments, to come to the pair who are lying side, by side and to say to them, "What do you people want of one another?" they would be unable to explain. And suppose further, that when he saw their perplexity he said: "Do you desire to be wholly one; always day and night to be in one another's company? for if this is what you desire, I am ready to melt you into one and let you grow together, so that being two you shall become one, and while you live a common life as if you were a single man, and after your death in the world below still be one departed soul instead of two-I ask whether this is what you lovingly desire, and whether you are satisfied to attain this?"-there is not a man of them who when he heard the proposal would deny or would not acknowledge that this meeting and melting into one another, this becoming one instead of two, was the very expression of his ancient need. And the reason is that human nature was originally one and we were a whole, and the desire and pursuit of the whole is called love. There was a time, I say, when we were one, but now because of the wickedness of mankind God has dispersed us, as the Arcadians were dispersed into villages by the Lacedaemonians. And if we are not obedient to the gods, there is a danger that we shall be split up again and go about in basso-relievo, like the profile figures having only half a nose which are sculptured on monuments, and that we shall be like tallies.
Wherefore let us exhort all men to piety, that we may avoid evil, and obtain the good, of which Love is to us the lord and minister; and let no one oppose him-he is the enemy of the gods who oppose him. For if we are friends of the God and at peace with him we shall find our own true loves, which rarely happens in this world at present. I am serious, and therefore I must beg Eryximachus not to make fun or to find any allusion in what I am saying to Pausanias and Agathon, who, as I suspect, are both of the manly nature, and belong to the class which I have been describing. But my words have a wider application-they include men and women everywhere; and I believe that if our loves were perfectly accomplished, and each one returning to his primeval nature had his original true love, then our race would be happy. And if this would be best of all, the best in the next degree and under present circumstances must be the nearest approach to such an union; and that will be the attainment of a congenial love. Wherefore, if we would praise him who has given to us the benefit, we must praise the god Love, who is our greatest benefactor, both leading us in this life back to our own nature, and giving us high hopes for the future, for he promises that if we are pious, he will restore us to our original state, and heal us and make us happy and blessed. This, Eryximachus, is my discourse of love, which, although different to yours, I must beg you to leave unassailed by the shafts of your ridicule, in order that each may have his turn; each,or rather either, for Agathon and Socrates are the only ones left.
At last, after a good deal of reflection, Zeus discovered a way. He said: "Methinks I have a plan which will humble their pride and improve their manners; men shall continue to exist, but I will cut them in two and then they will be diminished in strength and increased in numbers; this will have the advantage of making them more profitable to us. They shall walk upright on two legs, and if they continue insolent and will not be quiet, I will split them again and they shall hop about on a single leg." He spoke and cut men in two, like a sorb-apple which is halved for pickling, or as you might divide an egg with a hair; and as he cut them one after another, he bade Apollo give the face and the half of the neck a turn in order that the man might contemplate the section of himself: he would thus learn a lesson of humility. Apollo was also bidden to heal their wounds and compose their forms. So he gave a turn to the face and pulled the skin from the sides all over that which in our language is called the belly, like the purses which draw in, and he made one mouth at the centre, which he fastened in a knot (the same which is called the navel); he also moulded the breast and took out most of the wrinkles, much as a shoemaker might smooth leather upon a last; he left a few, however, in the region of the belly and navel, as a memorial of the primeval state. After the division the two parts of man, each desiring his other half, came together, and throwing their arms about one another, entwined in mutual embraces, longing to grow into one, they were on the point of dying from hunger and self-neglect, because they did not like to do anything apart; and when one of the halves died and the other survived, the survivor sought another mate, man or woman as we call them, being the sections of entire men or women, and clung to that. They were being destroyed, when Zeus in pity of them invented a new plan: he turned the parts of generation round to the front, for this had not been always their position and they sowed the seed no longer as hitherto like grasshoppers in the ground, but in one another; and after the transposition the male generated in the female in order that by the mutual embraces of man and woman they might breed, and the race might continue; or if man came to man they might be satisfied, and rest, and go their ways to the business of life: so ancient is the desire of one another which is implanted in us, reuniting our original nature, making one of two, and healing the state of man.
Each of us when separated, having one side only, like a flat fish, is but the indenture of a man, and he is always looking for his other half. Men who are a section of that double nature which was once called Androgynous are lovers of women; adulterers are generally of this breed, and also adulterous women who lust after men: the women who are a section of the woman do not care for men, but have female attachments; the female companions are of this sort. But they who are a section of the male follow the male, and while they are young, being slices of the original man, they hang about men and embrace them, and they are themselves the best of boys and youths, because they have the most manly nature. Some indeed assert that they are shameless, but this is not true; for they do not act thus from any want of shame, but because they are valiant and manly, and have a manly countenance, and they embrace that which is like them. And these when they grow up become our statesmen, and these only, which is a great proof of the truth of what I am saving. When they reach manhood they are loves of youth, and are not naturally inclined to marry or beget children,-if at all, they do so only in obedience to the law; but they are satisfied if they may be allowed to live with one another unwedded; and such a nature is prone to love and ready to return love, always embracing that which is akin to him. And when one of them meets with his other half, the actual half of himself, whether he be a lover of youth or a lover of another sort, the pair are lost in an amazement of love and friendship and intimacy, and would not be out of the other's sight, as I may say, even for a moment: these are the people who pass their whole lives together; yet they could not explain what they desire of one another. For the intense yearning which each of them has towards the other does not appear to be the desire of lover's intercourse, but of something else which the soul of either evidently desires and cannot tell, and of which she has only a dark and doubtful presentiment. Suppose Hephaestus, with his instruments, to come to the pair who are lying side, by side and to say to them, "What do you people want of one another?" they would be unable to explain. And suppose further, that when he saw their perplexity he said: "Do you desire to be wholly one; always day and night to be in one another's company? for if this is what you desire, I am ready to melt you into one and let you grow together, so that being two you shall become one, and while you live a common life as if you were a single man, and after your death in the world below still be one departed soul instead of two-I ask whether this is what you lovingly desire, and whether you are satisfied to attain this?"-there is not a man of them who when he heard the proposal would deny or would not acknowledge that this meeting and melting into one another, this becoming one instead of two, was the very expression of his ancient need. And the reason is that human nature was originally one and we were a whole, and the desire and pursuit of the whole is called love. There was a time, I say, when we were one, but now because of the wickedness of mankind God has dispersed us, as the Arcadians were dispersed into villages by the Lacedaemonians. And if we are not obedient to the gods, there is a danger that we shall be split up again and go about in basso-relievo, like the profile figures having only half a nose which are sculptured on monuments, and that we shall be like tallies.
Wherefore let us exhort all men to piety, that we may avoid evil, and obtain the good, of which Love is to us the lord and minister; and let no one oppose him-he is the enemy of the gods who oppose him. For if we are friends of the God and at peace with him we shall find our own true loves, which rarely happens in this world at present. I am serious, and therefore I must beg Eryximachus not to make fun or to find any allusion in what I am saying to Pausanias and Agathon, who, as I suspect, are both of the manly nature, and belong to the class which I have been describing. But my words have a wider application-they include men and women everywhere; and I believe that if our loves were perfectly accomplished, and each one returning to his primeval nature had his original true love, then our race would be happy. And if this would be best of all, the best in the next degree and under present circumstances must be the nearest approach to such an union; and that will be the attainment of a congenial love. Wherefore, if we would praise him who has given to us the benefit, we must praise the god Love, who is our greatest benefactor, both leading us in this life back to our own nature, and giving us high hopes for the future, for he promises that if we are pious, he will restore us to our original state, and heal us and make us happy and blessed. This, Eryximachus, is my discourse of love, which, although different to yours, I must beg you to leave unassailed by the shafts of your ridicule, in order that each may have his turn; each,or rather either, for Agathon and Socrates are the only ones left.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου